- άθελος
- -η, -οεπίρρ. -α αθέλητος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άθελος — η, ο [θέλω] 1. αυτός που δεν θέλει κάτι 2. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος 3. αθέλητος, απρόθυμος, ακούσιος … Dictionary of Greek
ανάθελος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θέληση, άβουλος, άθελος, αθέλητος 2. αυτός που κάνει κάτι παρά τηθέληση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + θέλω] … Dictionary of Greek